- ξηράφιον
- ξηράφιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξηράφιον — ξηράφιον, τὸ (ΑΜ) αποξηραντική σκόνη η οποία επιπασσόταν πάνω σε πληγές ή τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κατάλ. άφιον (πρβλ. μνημ άφιον)] … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek